(ε)κατοστάρι

(ε)κατοστάρι
(ε)κατοστάρι
το
1. παλαιότερο χαρτονόμισμα αξίας εκατό δραχμών, το (ε)κατοστάρικο.
2. ποσότητα υγρού που ζύγιζε εκατό δράμια καθώς και το δοχείο που χρησιμοποιούνταν για τη μέτρηση αυτής της ποσότητας, το (ε)κατοσταράκι: Γκαρσόν, ένα κατοστάρι στα δύο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατοστάρι — το βλ. εκατοστάρι …   Dictionary of Greek

  • εκατοστάρι — και κατοστάρι, το 1. το νόμισμα τών εκατό δραχμών, το εκατοστάρικο 2. βάρος εκατό δραμιών 3. ποσότητα υγρού εκατό δραμίων καθώς και το δοχείο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση αυτής τής ποσότητας, το κατοσταράκι …   Dictionary of Greek

  • κηντινάρι — το πλεξίδα με εκατό σκόρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. centenarium «εκατοντάδα, κατοστάρι»] …   Dictionary of Greek

  • παφίλι — και παφύλλι και μπαφίλι, το [πάφιλας] 1. τεχνολ. μικρό τεμάχιο από ορείχαλκο 2. ορειχάλκινο κόσμημα στο κοντάκι ή σε άλλα ξύλινα τμήματα τών παλαιών όπλων 3. ορειχάλκινο δοχείο κρασιού χωρητικότητας 100 δραμιών, το κατοστάρι, το κατοσταράκι …   Dictionary of Greek

  • (ε)κατοστάρικος — η, ο 1. (για δοχεία), που έχει χωρητικότητα εκατό μονάδων όγκου: Εκατοστάρικο βαρέλι (που χωράει εκατό κιλά). 2. το ουδ. ως ουσ., (ε)κατοστάρικο παλαιότερο χαρτονόμισμα αξίας εκατό δραχμών, το (ε)κατοστάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”